- σφιχτός
- -ή, -ό / σφίγκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σφικτός, -ή, -ό Ν1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.)2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή βίδα» β. «σφιχτά χείλη» γ. «σφιγκτὸς στεφάνων ἀμφὶ κόμαισιν μίτος», Οππ.)νεοελλ.1. συμπαγής, πυκνός, πηχτός, κρουστός, σκληρός, σε αντιδιαστολή προς τον αραιό ή τον πλαδαρό (α. «σφιχτή ζύμη» β. «σφιχτά αβγά» γ. «σφιχτό κορμί»)2. μτφ. α) πολύ φειδωλός, φιλάργυρος, τσιγγούνης («πολύ σφιχτός ο φίλος σου, μετράει και τη δεκάρα»)β) δυσκοίλιοςμσν.-αρχ.(για πρόσ.) καλά δεμένος («ἔστενον ἤδη οἷά τε χαλκείῃ σφιγκτὸς ἀλυκτοπέδη», Ανθ.Παλ.)αρχ.(το ουδ. πληθ. και το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) σφιγκτά και σφιγκτότερονπολύ σφιχτά, πολύ δυνατά (α. «μίτραν μαστοῑς σφιγκτὰ περιπλεκομέναν», Ανθ. Παλ.β. «σφιγκτότερον πιέζοντος ἤπερ ὁ σχοῑνος», Ευστ.).επίρρ...σφιχτά/ σφιγκτῶς ΝΜΑ, και σφικτά Νμε σφιχτό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.